τρωτός — vulnerable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτός — ή, ό 1. που μπορεί να τραυματιστεί. 2. ευπαθής, ευπρόσβλητος, αδύνατος: Το πεζικό είναι τρωτό από την αεροπορία. 3. το ουδ. ως ουσ., τρωτό μειονέκτημα, ελάττωμα, ατέλεια: Έχει πολλά τρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρωτά — τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc pl τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc/acc dual τρωτά̱ , τρωτός vulnerable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτόν — τρωτός vulnerable masc acc sg τρωτός vulnerable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοί — τρωτός vulnerable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτοῦ — τρωτός vulnerable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτούς — τρωτός vulnerable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτήν — τρωτός vulnerable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωτῷ — τρωτός vulnerable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιότρωτος — καρδιότρωτος, ον (Μ) τραυματισμένος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυό τρωτος, τενοντό τρωτος] … Dictionary of Greek